Στην Ελλάδα, παρά τον θόρυβο της εκκλησίας και των συντηρητικών δυνάμεων (που περιλαμβάνουν και νησίδες της «αριστεράς»), επί ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζεται το 2017 η αναγνώριση ταυτότητας φύλου για διεμφυλικά άτομα, μετά από χρόνια αγώνων της τρανς κοινότητας, ενώ τον Δεκέμβριο του 2015 ομόφυλα ζευγάρια φιλούνται για πρώτη φορά στην Ελληνική βουλή κατά την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια. Παρά αυτά τα βήματα, η αλλαγή της νοοτροπίας στην καθημερινή ζωή παραμένει ως ζητούμενο. Το πλήθος φεμινιστικών συλλογικοτήτων στην Ελλάδα του 2018 φέρνει καθημερινά στο προσκήνιο περιστατικά που καταγράφουν την τρομακτική βία στην οποία βασίζεται η ιεραρχία των φύλων και η «ομαλότητα» του ετεροκανονικού σύμπαντος – από την οικογένεια ως τις φυλακές. Παράλληλα, θεωρείται πλέον απολύτως φυσικό γυναίκες αρχηγοί κρατών και κομμάτων να δηλώνουν μη-φεμινίστριες και λεσβίες πολιτικοί να εντάσσονται σε ακροδεξιά κόμματα (όπως η Alice Weidel του γερμανικού AfD). Παρ’ όλ’ αυτά, το ερώτημα δεν είναι πλέον, όπως στη δεκαετία του ’90, αν έχουμε ή χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο, διεθνές φεμινιστικό κίνημα αλλά το πώς το νέο, ανερχόμενο φεμινιστικό κίνημα θα λειτουργήσει ως καθολική παρά μικρο-πολιτική αντίσταση στα σύγχρονα δεδομένα «ακραίων» φαινομένων. Τα θέματα που πραγματεύεται σήμερα και ο ελληνικός φεμινισμός, συχνά σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης παρά τη συνεχιζόμενη απήχηση του life-style, είναι: πώς χτίζεται ένα φεμινιστικό κίνημα σε μια κοινωνία που υφίσταται και η εκμετάλλευση γυναίκας από γυναίκα; Ποια κοινωνικά υποκείμενα βιώνουν την περιθωριοποίηση στην οποία αντιστέκεται ο φεμινισμός; Πώς φτιάχνονται φεμνιστικές γέφυρες για το πέρασμα από την ανθούσα θεωρία στο πεδίο πρακτικής πάλης; Μπορεί να υπάρξει ένας φεμινισμός έστω του 75%, αν όχι του 99%; Ποιος είναι ο ρόλος του κρατικού φεμινισμού σε σχέση με εκείνον των αυτόνομων φεμινιστικών οργανώσεων; Και ίσως κυρίως, τι μπορούμε να διδαχτούμε από τις νίκες αλλά και τις ήττες της φεμινιστικής ιστορίας;